speculation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
speculation | speculations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
speculation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η υπόθεση, η πράξη του σχηματισμού απόψεων για το τι έχει συμβεί ή τι μπορεί να συμβεί χωρίς να γνωρίζουμε όλα τα γεγονότα
- ↪ All speculation about life on Mars…
- Όλες οι υποθέσεις για ζωή στον Άρη…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hypothesis
- ↪ All speculation about life on Mars…
Πηγές[επεξεργασία]
- speculation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόθεση