strait
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
strait (en)
- (αρχαϊκό) στενός, περιορισμένος από άποψη χώρου
- (αρχαϊκό) σωστός, αυστηρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
strait | straits |
strait (en)