swallow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

swallow (en)

  1. (πτηνό) το χελιδόνι
  2. η κίνηση της κατάποσης
  3. (παρωχημένο) χάσμα στο έδαφος

Ρήμα[επεξεργασία]

swallow (en)

  1. καταπίνω