συγκρατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συγκρατῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκρατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκρατῶ, συνηρημένος τύπος του συγκρατέω (κρατώ μαζί) < συγ- + κρατέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾaˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγ‐κρα‐τώ
παρώνυμο: συγκροτώ

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκρατώ, αόρ.: συγκράτησα, παθ.φωνή: συγκρατιέμαι/συγκρατούμαι, π.αόρ.: συγκρατήθηκα, μτχ.π.π.: συγκρατημένος

  1. περιορίζω σε χαμηλότερα επίπεδα
    συγκρατώ το θυμό μου
  2. δεν επιτρέπω σε κάτι να κινηθεί πέρα και έξω από ένα αποδεκτό πλαίσιο, περιορίζω σε συγκεκριμένο χώρο
    η αστυνομία συγκράτησε τους θερμόαιμους οπαδούς
  3. αναχαιτίζω, αποκρούω
  4. θυμάμαι, κρατάω στη μνήμη μου
    Θύμισέ μου το όνομά του, γιατί δεν το συγκράτησα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]