telephone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
telephone | telephones |
telephone (en) (μάλλον επίσημο)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το τηλέφωνο, η τηλεφωνία, η τηλεφωνική σύνδεση
- (συσκευή, μετρήσιμο) το τηλέφωνο, η ασύρματη ή ενσύρματη συσκευή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | telephone |
γ΄ ενικό ενεστώτα | telephones |
αόριστος | telephoned |
παθητική μετοχή | telephoned |
ενεργητική μετοχή | telephoning |
telephone (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) τηλεφωνώ
Πηγές[επεξεργασία]
- telephone (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- telephone (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 878. ISBN 9780194325684., λήμμα: τηλέφωνο, τηλεφωνώ