tordu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tordu | tordus |
θηλυκό | tordue | tordues |
tordu (fr)
- στραβός
- διαστρεβλωμένος, στρεβλός, διεστραμμένος
- (μεταφορικά) παράξενος, μπερδεμένος
- (οικείο) τρελός, ψώνιο
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
tordu (eo)
- προστακτική του ρήματος tordi