work of art

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
work of art works of art

Ετυμολογία [επεξεργασία]

work of art < → δείτε τις λέξεις work, of και art

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

work of art (en)

  • το καλλιτέχνημα, το έργο τέχνης
    At museums, works of art from the past are displayed.
    Στα μουσεία εκτίθενται καλλιτεχνήματα του παρελθόντος.
    She decorated her apartment with works of art and luxury rugs.
    Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά.
     συνώνυμα: artwork

Πηγές[επεξεργασία]