Çolakoğlu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Çolakoğlu < Çolak (Τσολάκ) [< çolak (κουλός)] + -oğlu (-ογλου)· κυριολεκτικά: «ο γιος του κουλοχέρη»
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Çolakoğlu αρσενικό ή θηλυκό
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο),[1] αντίστοιχο του ελληνικού Τσολάκογλου