Τσολάκογλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τσολάκογλου οι Τσολάκογλοι
Τσολακογλαίοι
οι Τσολάκογλου
      γενική του/της Τσολάκογλου των Τσολάκογλων
Τσολακογλαίων
των Τσολάκογλου
    αιτιατική τον/την Τσολάκογλου τους Τσολάκογλους
Τσολακογλαίους
τους/τις Τσολάκογλου
     κλητική Τσολάκογλου Τσολάκογλοι
Τσολακογλαίοι
Τσολάκογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσολάκογλου < από παρωνύμιο, οθωμανική τουρκική چولاق‎ (çolak, κουλός) + ‎اوغلی (oğlu, -ογλουστην τουρκική Çolakoğlu (Τσολάκ + -ογλου)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡soˈla.ko.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσο‐λά‐κο‐γλου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσολάκογλου αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]