çift
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]çift (tr)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- νέα ελληνική: τσιφλίκι, τσιφτετέλι, τσιφτές, → δείτε τη λέξη τσίφτης