τσίφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσίφτης | οι | τσίφτες & τσίφτηδες |
γενική | του | τσίφτη | των | — & τσίφτηδων |
αιτιατική | τον | τσίφτη | τους | τσίφτες & τσίφτηδες |
κλητική | τσίφτη | τσίφτες & τσίφτηδες | ||
όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσίφτης < αλβανική qift < *qiftër < μεσαιωνική ελληνική ξεφτέρι (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή ὀξυπτέριον < αρχαία ελληνική ὀξύς + πτερόν (ή < τουρκικά çift < περσικά جفت: joft)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσίφτης αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος έξυπνος
- (λαϊκότροπο) άψογος στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά.
- ↪ τον εμπιστεύομαι, είναι πολύ τσίφτης
- ※ Ξεκρεμάω το καλό το κουστούμι μου […]. Μπαίνοντας στο μαγαζί κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είμαι τσίφτης (Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, β΄ έκδοση ξανακοιταγμένη [ανατύπωση]. Αθήνα: Καστανιώτης, 1977, σ. 78. ISBN 960-03-0401-7)
- (λαϊκότροπο) μάγκας
- μάγκας, τσίφτης και καραμπουζουκλής
- (ορνιθολογία) είδος αετού (Milvus migrans)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσίφτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λαχειοπώλης'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)