échappement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
échappement échappements

échappement (fr) αρσενικό

  1. η εξάτμιση αυτοκινήτου
  2. το πλήκτρο escape στο πληκτρολόγιο ηλεκτρονικού υπολογιστή