escape
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
escape (en)
- δραπετεύω
- αποφεύγω κάτι δυσάρεστο
- ξεφεύγω από κάτι
- διαφεύγω (για κάτι που δεν μπορούμε να θυμηθούμε)
- (πληροφορική) σταματώ μια διεργασία πατώντας το πλήκτρο "Esc" ή κάποιο άλλο συνδυασμό πλήκτρων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
escape (en)
- η δραπέτευση
- το πλήκτρο "Esc" στο πληκτρολόγιο των υπολογιστών