avoid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | avoid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | avoids |
αόριστος | avoided |
παθητική μετοχή | avoided |
ενεργητική μετοχή | avoiding |
Ρήμα[επεξεργασία]
avoid (en)
- εμποδίζω, αποτρέπω να συμβεί κάτι κακό
- αποφεύγω, προσπαθώ να κρατηθώ μακριά από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό
- ↪ We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
- Αλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.
- ↪ Don’t avoid the topic!
- Μην αποφύγεις το θέμα!
- ↪ We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.