égotisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- égotisme < (άμεσο δάνειο) αγγλική egotism < με απώτερη αρχή την αρχαία ελληνική ἐγώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
égotisme | égotismes |
égotisme (fr) αρσενικό