épatant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épatant | épatants |
θηλυκό | épatante | épatantes |
épatant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épatant | épatants |
θηλυκό | épatante | épatantes |
épatant (fr)