étale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
étale | étales |
étale (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
étale | étales |
étale (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (ναυτικός όρος) χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίπεδο της θάλασσας παραμένει το ίδιο, δηλαδή δεν αυξομειώνεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη étal