étale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
étale étales

étale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ακίνητος, στάσιμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
étale étales

étale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίπεδο της θάλασσας παραμένει το ίδιο, δηλαδή δεν αυξομειώνεται

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη étal