ĉarma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarma | ĉarmaj |
αιτιατική | ĉarman | ĉarmajn |
ĉarma (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarma | ĉarmaj |
αιτιατική | ĉarman | ĉarmajn |
ĉarma (eo)