ĉemizo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉemizo | ĉemizoj |
αιτιατική | ĉemizon | ĉemizojn |
ĉemizo (eo)
- το πουκάμισο