ĉerizo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉerizo | ĉerizoj |
αιτιατική | ĉerizon | ĉerizojn |
ĉerizo (eo)
- το κεράσι