ĝenerala
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝenerala | ĝeneralaj |
αιτιατική | ĝeneralan | ĝeneralajn |
ĝenerala (eo)
- ĝenerala direktoro - γενικός διευθυντής