ŝakto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝakto | ŝaktoj |
αιτιατική | ŝakton | ŝaktojn |
ŝakto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝakto | ŝaktoj |
αιτιατική | ŝakton | ŝaktojn |
ŝakto (eo)