ŝraŭbŝlosilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝraŭbŝlosilo | ŝraŭbŝlosiloj |
αιτιατική | ŝraŭbŝlosilon | ŝraŭbŝlosilojn |
ŝraŭbŝlosilo (eo)
- το κλειδί