ΑΒΥΠ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΑΒΥΠ <  : Αποθήκη Βάσεως Υλικού Πολέμου

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Α.Β.Υ.Π. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο

  • μονάδα του Σώματος Υλικού Πολέμου (ΣΥΠ), του Στρατού Ξηράς