ΑΣΕΠ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΑΣΕΠ < Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈsep/

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Α.Σ.Ε.Π. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]