Αλαμπασίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αλαμπασίνη < γενική ενικού του αρσενικού Αλαμπασίνης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αλαμπασίνη θηλυκό

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Αλαμπασίνη αρσενικό