Αμπέμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αμπέμπα < αμχαρική አበባ, κυριολεκτικά: άνθος, λουλούδι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Αμπέμπα αρσενικό ή θηλυκό
- όνομα (ανδρικό ή γυναικείο)
- ↪ Η Αμπέμπα Ντεσαλέν (አበባ ደሳለኝ) είναι η αγαπημένη μου Αιθιοπίδα τραγουδίστρια