Απειρανθίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Απειρανθίτη < γενική ενικού του αρσενικού Απειρανθίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Απειρανθίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Απειρανθίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Απειρανθίτης