Αποικέλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αποικέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Αποικέλλης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αποικέλλη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αποικέλλης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Αποικέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αποικέλλης