Αποστολακέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αποστολακέα < γενική ενικού του αρσενικού Αποστολακέας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αποστολακέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Αποστολακέα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αποστολακέας