Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ασαντούρ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ασαντούρ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Ասատուր (Asatur) (σημασιολογικά παρόμοιο με το Θεοδόσιος)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ασαντούρ αρσενικό, άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]