Ασκαθαρέλλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ασκαθαρέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Ασκαθαρέλλης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ασκαθαρέλλη θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Ασκαθαρέλλη αρσενικό