Αϊντάχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αϊντάχο < (άμεσο δάνειο) αγγλική Idaho

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αϊντάχο ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • Άινταχο (κατά την αμερικανική προφορά)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]