ΒΑΥΔΜ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΒΑΥΔΜ < Βοηθός Αξιωματικού Υπηρεσίας Διανυκτέρευσης Μονάδας
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Β.Α.Υ.Δ.Μ. ακρωνύμιο, άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος) ο βοηθός του ΑΥΔΜ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ΒΑΥΔΜ
|