Βλαχονικολέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βλαχονικολέα < γενική ενικού του αρσενικού Βλαχονικολέας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βλαχονικολέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Βλαχονικολέα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Βλαχονικολέας