Βουλγέλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βουλγέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Βουλγέλλης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βουλγέλλη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Βουλγέλλης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Βουλγέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Βουλγέλλης