Βόωψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βόωψ < λόγιο ενδογενές δάνειο: (καθαρεύουσα) < νεολατινική Boops < αρχαία ελληνική βόωψ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βόωψ αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο βόωψ)
- ταξινομικός όρος - γένος: Boops περκόμορφo ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών της τάξης των Περκόμορφων, με γνωστό είδος τη γόπα (Βόωψ ο βόωψ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Βόωψ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βόωψ
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)