Γαλετσέλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γαλετσέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Γαλετσέλλης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γαλετσέλλη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Γαλετσέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Γαλετσέλλης