Γκαϊνταρένκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκαϊνταρένκο < μεταγραφή για την ουκρανική ή τη ρωσική Гайдаренко (Gajdarénko). Μορφολογικά αναλύεται σε Γκαϊντάρ + -ένκο
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Γκαϊνταρένκο αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), σημασιολογικά αντίστοιχο του ελληνικού Βοσκόπουλος