Γουρδέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γουρδέα < γενική ενικού του αρσενικού Γουρδέας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γουρδέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Γουρδέα αρσενικό