Δεβετζιάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δεβετζιάν < αρμενική Դևեջյան (Deweǰyan, Ντεβετζιάν), από επάγγελμα καμηλιέρης (στα τουρκικά)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δεβετζιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]