Δελανδρέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δελανδρέα < γενική ενικού του αρσενικού Δελανδρέας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δελανδρέα θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Δελανδρέας
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Δελανδρέα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Δελανδρέας