Δομουζέλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δομουζέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Δομουζέλλης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δομουζέλλη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Δομουζέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Δομουζέλλης