έρευνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
|||
{{el-κλίσ-'ώρα'|έρευν|ερευν}} |
{{el-κλίσ-'ώρα'|έρευν|ερευν}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἔρευνα]] |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|ˈɛ.ɾɛv.na|γλ=el}} |
{{ΔΦΑ|ˈɛ.ɾɛv.na|γλ=el}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# η [[εξέταση]] στοιχείων με σκοπό την επιβεβαίωσή τους ή η αναζήτηση νέων δεδομένων |
# (''επιστήμη'') η [[εξέταση]] στοιχείων με σκοπό την επιβεβαίωσή τους ή η αναζήτηση νέων δεδομένων |
||
#: ''οι έρευνες του τομέα πυρηνικής φυσικής περιστρέφονται τώρα γύρω από το ζήτημα της αντιύλης'' |
|||
# ο συστηματικός τρόπος επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων |
#* {{γενικ}} ο συστηματικός τρόπος επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων |
||
#*: ''εγκατέλειψε τη διδασκαλία για να αφοσιωθεί στην '''έρευνα''''' |
|||
# η καταγραφή στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο σύνολο προσώπων |
# η καταγραφή στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο σύνολο προσώπων |
||
#: ''οι εταιρείες δημοσκοπήσεων διενεργούν έρευνες συνήθως σε προεκλογική περίοδο'' |
|||
# η συστηματική αναζήτηση ενός αντικειμένου |
# η συστηματική αναζήτηση ενός προσώπου ή αντικειμένου σε ένα χώρο |
||
#: ''η αστυνομία έκανε '''έρευνα''' σε σπίτια υπόπτων'' |
|||
#: ''κανένα νεότερο από τις '''έρευνες''' για την ανακάλυψη των αγνοούμενων ορειβατών'' |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 18:18, 17 Ιανουαρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έρευνα < αρχαία ελληνική ἔρευνα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
έρευνα θηλυκό
- (επιστήμη) η εξέταση στοιχείων με σκοπό την επιβεβαίωσή τους ή η αναζήτηση νέων δεδομένων
- οι έρευνες του τομέα πυρηνικής φυσικής περιστρέφονται τώρα γύρω από το ζήτημα της αντιύλης
- (γενικότερα) ο συστηματικός τρόπος επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων
- εγκατέλειψε τη διδασκαλία για να αφοσιωθεί στην έρευνα
- η καταγραφή στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο σύνολο προσώπων
- οι εταιρείες δημοσκοπήσεων διενεργούν έρευνες συνήθως σε προεκλογική περίοδο
- η συστηματική αναζήτηση ενός προσώπου ή αντικειμένου σε ένα χώρο
- η αστυνομία έκανε έρευνα σε σπίτια υπόπτων
- κανένα νεότερο από τις έρευνες για την ανακάλυψη των αγνοούμενων ορειβατών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
έρευνα
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ερευνα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'έρευνα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ερευνα».