λαλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: fr:λαλιά
Γραμμή 66: Γραμμή 66:


[[en:λαλιά]]
[[en:λαλιά]]
[[fr:λαλιά]]

Αναθεώρηση της 23:19, 21 Μαΐου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαλιά < αρχαία ελληνική λαλιά < λαλῶ

Ουσιαστικό

λαλιά θηλυκό

  1. η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
    έχασε τη λαλιά του
  2. η γλώσσα
    η ελληνική λαλιά

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «λαλια'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'λαλιά'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «λαλια».