μοχθώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμ,αφαιρ. παραδ.
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 62: Γραμμή 62:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|μοχθω}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[pl:μοχθώ]]
[[pl:μοχθώ]]

Αναθεώρηση της 12:39, 24 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μοχθώ < αρχαία ελληνική μοχθῶ

Ρήμα

μοχθώ

  1. εργάζομαι επίπονα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις