τίλμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 76: | Γραμμή 76: | ||
* [[τίλος]] |
* [[τίλος]] |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
|||
{{κλείδα ταξινόμησης|τιλμα}} |
Αναθεώρηση της 07:45, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τίλμα < τίλλω
Ουσιαστικό
τίλμα ουδέτερο
- το στουπί στη ναυτική γλώσσα
Μεταφράσεις
τίλμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τίλμα < τίλλω
Ουσιαστικό
τίλμα ουδέτερο
- το χνούδι, το ξάσμα, το ξαντό, αυτό που έχει αποσπαστεί ή μαδηθεί, τα πολύ μικρά θραύσματα, τα ψήγματα