ύφαλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:ύφαλος]] |
|||
[[en:ύφαλος]] |
[[en:ύφαλος]] |
||
[[fi:ύφαλος]] |
[[fi:ύφαλος]] |
Αναθεώρηση της 11:57, 27 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ύφαλος < αρχαία ελληνική ὕφαλος (υποθαλάσσιος) < ὑπό + ἅλς (με δάσυνση του π σε φ λόγω του δασυνόμενου α)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ύφαλος αρσενικό
- Πρότυπο:γεωγρ υποθαλάσσιος βράχος σε μικρό βάθος
- οι ύφαλοι κοντά στο νησί ήταν εφιάλτης για τους ναυτικούς
- οι κοραλλιογενείς ύφαλοι είναι ένα θαύμα βιοποικιλότητας