ὕφαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ύφαλος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὕφαλος τὸ ὕφαλον
      γενική τοῦ/τῆς ὑφάλου τοῦ ὑφάλου
      δοτική τῷ/τῇ ὑφάλ τῷ ὑφάλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὕφαλον τὸ ὕφαλον
     κλητική ! ὕφαλε ὕφαλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὕφαλοι τὰ ὕφαλ
      γενική τῶν ὑφάλων τῶν ὑφάλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑφάλοις τοῖς ὑφάλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑφάλους τὰ ὕφαλ
     κλητική ! ὕφαλοι ὕφαλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑφάλω τὼ ὑφάλω
      γεν-δοτ τοῖν ὑφάλοιν τοῖν ὑφάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὕφαλος πιθανόν ήδη τον 6ο/5ο αιώνα πκε σε απόσπασμα του Αισχύλου < ὕφ- + -αλος. Αναλύεται σε ὕφ- (ὑπό) + ἁλός (: γενική ενικού της λέξης ἅλς)[1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὕφαλος, -ος, -ον

  1. υποθαλάσσιος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 589 (586-589)
    ὁμοῖον ὥστε πόντιον | οἶδμα δυσπνόοις ὅταν | Θρῄσσῃσιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς,
    Σαν το φουσκωμένο κύμα | στου Πόντου την ανεμοζάλη, | που το πιάνει απ᾽ τη Θράκη ο σίφουνας και το ρίχνει στον τρισκότιδο βυθό
    Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek-language.gr
    ※  2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.3.2 @scaife.perseus
    Ἄτταλος μὲν οὖν συμπεσὼν ὀκτήρει, καὶ προεμβαλὼν ταύτῃ καιρίαν καὶ ὕφαλον πληγήν, ἐπὶ πολὺ τῶν ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἀγωνισαμένων τέλος ἐβύθισε τὴν ναῦν.
    ΣτΕ:Η έκφραση ὕφαλος πληγή αναφέρεται σε βλάβη που υπέστη το πλοίο σε σημείο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
    ※  2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Κορινθιακά, 2.29.6 @scaife.perseus
    πέτραι τε γὰρ ὕφαλοι περὶ πᾶσαν καὶ χοιράδες ἀνεστήκασι.
  2. (για ανθρώπους) (μεταφορικά) πανούργος, ύπουλος
    ※  4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος μγ΄. Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον Ἐπίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, 17
    Τοῦτο ἡμῖν τῆς φιλίας προοίμιον· ἐντεῦθεν ὁ τῆς συναφείας σπινθήρ· οὕτως ἐπ᾿ ἀλλήλοις ἐτρώθημεν. Ἔπειτα συνηνέχθη τι καὶ τοιοῦτον· οὐδὲ γὰρ τοῦτο παραλι πεῖν ἄξιον. Οὐχ ἁπλοῦν γένος εὑρίσκω τοὺς Ἀρμενίους, ἀλλὰ καὶ λίαν κρυπτόν τι καὶ ὕφαλον.
  3. λίγο αλμυρός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. s.v.- ύφαλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.