Εμπορέλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εμπορέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Εμπορέλλης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εμπορέλλη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Εμπορέλλης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Εμπορέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Εμπορέλλης